επισφραγιστικός

επισφραγιστικός
-ή, -ό (Μ ἐπισφραγιστικός, -ή, -όν) [επισφραγιστής]
νεοελλ.
αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός
μσν.
αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση.
επίρρ...
επισφραγιστικώς και -ά
με τρόπο που επιβεβαιώνει, που επικυρώνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”